- χούλιγκαν
- hooligan
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
χούλιγκαν — ο, Ν άκλ. 1. άτομο με προκλητική και βίαιη αντικοινωνική στάση και συμπεριφορά, ιδίως στα πλαίσια αθλητικών συναντήσεων 2. (κατ επέκτ.) αλήτης, ταραξίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hooligan, πιθ. από το όνομα Hooligan, ενός Ιρλανδού] … Dictionary of Greek
χούλιγκαν — ο (λ. αγγλ.), άκλ., νεαρό συνήθως άτομο που μέσα από οργανωμένες ομάδες προκαλεί βιαιότητες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χουλιγκανισμός — ο, Ν η βίαιη και προκλητική στάση και συμπεριφορά τών χούλιγκαν. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hooliganism < hooligan (βλ. χούλιγκαν) + κατάλ. ism (βλ. ισμός)] … Dictionary of Greek